αφιδίδες

αφιδίδες
(aphididae). Οικογένεια ομοπτέρων εντόμων. Υπάρχουν περίπου 2.000 είδη που ζουν κυρίως στις εύκρατες περιοχές του πλανήτη μας και πιο σπάνια στις τροπικές. Είναι γνωστά με την ονομασία φυτόφθειρεςφυτόψειρες. Το μέγεθός τους είναι πολύ μικρό και κυμαίνεται από 1 έως 4 χιλιοστά. Το σώμα τους είναι κάπως εξογκωμένο προς τα πίσω και η κοιλιά τους καταλήγει σε δύο σωλήνες που εκκρίνουν μια ουσία, κάτι μεταξύ κεριού και μελιού, που είναι περιζήτητη τροφή των μυρμηγκιών. Τα περισσότερα είναι άπτερα, αν και υπάρχουν ορισμένες μορφές που φέρουν φτερά, πράγμα που εξαρτάται από το είδος και το στάδιο της ανάπτυξής τους. Έχουν κεραίες με τρεις έως έξι αρθρώσεις και πέντε οφθαλμούς από τους οποίους οι δύο είναι σύνθετοι. Συνήθως έχουν χρώμα πράσινο, υπάρχουν όμως και τα είδη με μαύρο, άσπρο ή και κόκκινο χρώμα. Η αναπαραγωγή τους είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και μεταβλητή ανάλογα με το είδος. Γίνεται είτε με την παρθενογένεση των θηλυκών είτε με αμφιγονία, δηλαδή γονιμοποίηση των αβγών που προέρχονται από δύο άτομα τα οποία είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Οι α. τρέφονται μόνο με χυμό που τον απορροφούν τρυπώντας τα φυτά με το μυτερό ρύγχος τους. Με αυτό τον τρόπο βλάπτουν σημαντικά την αύξηση του φυτού στα οποία μεταδίδουν πολλές φορές διάφορες ασθένειες. Τα κυριότερα γένη είναι η αφίδα, o σχιτόνευρος και o λάχνος. Οι αφιδίδες είναι «εχθροί» του γεωργού: με την προβοσκίδα τους απομυζούν τη λέμφο από τα φύλλα των φυτών. Στο σκίτσο διακρίνονται επίσης το μυρμήγκι και η πασχαλίτσα, που τρέφονται με τη σειρά τους από τις ψείρες αυτές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δρυάφις — η εντομολ. μικρό ομόπτερο έντομο τής οικογένειας αφιδίδες …   Dictionary of Greek

  • μετωπολοφίο(ν) — το εντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας αφιδίδες …   Dictionary of Greek

  • μυζητής — ο (Α μυζητής) ζωολ. έντομο ημίπτερο τής οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» με επίδραση τού μυζώ, πιθ. επειδή το έντομο ρουφά τον χυμό τών φρούτων] …   Dictionary of Greek

  • ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”